χρυσοκάπνιστος

χρυσοκάπνιστος
-η, -ο, Ν
επιχρυσωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. χρυσοκαπνίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αντώνιο Ι. Αντωνιάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”